- ασύδοτο
- başıbozuk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αποχαλινώνω — (Α ἀποχαλινῶ, όω) 1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο 2. ( ομαι κ. ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία αρχ. αφαιρώ το χαλινάρι … Dictionary of Greek
ελαστικότητα — η 1. η τάση ορισμένων σωμάτων να αποκτούν ξανά τις αρχικές διαστάσεις τους, μόλις πάψει να επιδρά σ αυτά η εξωτερική δύναμη που τα παραμόρφωσε. 2. η ευλυγισία, η ευκαμψία: Το σώμα της χορεύτριας έχει ελαστικότητα. 3. μτφ. (για ανθρώπους), το να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)